τέρρα

τέρρα
η, Ν
άκλ. φρ. α) «τέρρα ινκόγκνιτα» — άγνωστη γη, άγνωστη χώρα
β) «τέρρα ρόσσα»
(πετρογρ.) ερυθρά άργιλος που απαντά συνήθως σε μεσογειακά κλίματα και είναι πλούσια σε λεπτόκοκκη χαλαζιακή άμμο καθώς και σε οξείδια και υδροξείδια τού σιδήρου και τού μαγγανίου στα οποία και οφείλει το χαρακτηριστικό χρώμα της, αλλ. ερυθρά γη, κν. κοκκινόχωμα
γ) «τέρρα σιγγιλλάτα»
αρχαιολ. είδος ερυθρόχρωμης στιλβωμένης κεραμεικής η οποία χρησιμοποιήθηκε σε όλη την έκταση τής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον 1ο π.Χ. αιώνα ώς τον 3ο μ.Χ. αιώνα, αλλ. σαμιακή κεραμεική ή αρρητινή κεραμεική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. terra «γη, χώρα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τέρα — η, Ν βλ. τέρρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”